προύνο

προύνο
το / προῡνον, ΝΑ
βλ. προύμνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πούρνο — το, Ν βλ. προύνο …   Dictionary of Greek

  • προύμνο — το / προῡμνον, ΝΜΑ, και πούρνο Ν, και προύνο ΝΑ το δαμάσκηνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. προύμνη] …   Dictionary of Greek

  • πούρνο — πούρνο, το και προύνο, το καρπός της πουρνιάς, της πουρνελιάς, αλλ. τσάπουρνο, το: Τα πούρνα τρώγονται μόνο όταν ωριμάσουν καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”